- ἐπῃρμένον
- ἐπαίρωlift up and set onperf part mp masc acc sgἐπαίρωlift up and set onperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπηρμένον — ἐπαίρω lift up and set on perf part mp masc acc sg ἐπαίρω lift up and set on perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερώος — ώα, ον, θηλ. και ος, και θεσσαλικός τ. κύριου ον. Ὑπεροῑος, ΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται επάνω, σε ψηλότερο επίπεδο, ανώτατος (α. «ὑπερῷον δὲ τὸν νοῡν τὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπηρμένον δείξω ἐκ τῆς γραφῆς», Ωριγ. β. «στοαὶ ὑπερῴοι», Διον. Αλ. γ. «περίπατοι… … Dictionary of Greek